- κηδεμονία
- Διεθνές σύστημα διοίκησης και εποπτείας του διεθνούς δικαίου, που προβλέπεται από τα άρθρα 75-91 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο αντικατέστησε το παλαιότερο σύστημα της εντολής της Κοινωνίας των Εθνών. Περιλαμβάνει τα εδάφη που διατελούσαν υπό καθεστώς εντολής κατά το τέλος του B’ Παγκοσμίου πόλεμου, άλλα εδάφη που αποσπάστηκαν από εχθρικά κράτη κατά τη διάρκεια του πολέμου και, τέλος, εδάφη που θεληματικά υπάγονται σε αυτό το καθεστώς, έπειτα από απόφαση των υπεύθυνων οργάνων που διοικούν το κράτος τους. Βασικός σκοπός αυτού του συστήματος είναι η πραγματοποίηση των ηθικο-πολιτικών αξιών του ΟΗΕ αναφορικά με τους λαούς που κατοικούν σε αυτά τα εδάφη (ανθρώπινα δικαιώματα, πολιτική χειραφέτηση κλπ.) καθώς και η καλύτερη διαφύλαξη της διεθνούς ειρήνης. Για την εξυπηρέτηση του τελευταίου σκοπού, ειδικές διατάξεις προβλέπουν τον καθορισμό στρατηγικών ζωνών. Η κ. ασκείται από ένα ή περισσότερα κράτη-μέλη του ΟΗΕ, έπειτα από συμφωνία που συνάπτουν με τον διεθνή οργανισμό, ή και από τον ίδιο τον οργανισμό. Όταν πρόκειται για σύναψη ή τροποποίηση συμφωνίας σχετικής με τις στρατηγικές ζώνες, ο OHE εκπροσωπείται από το Συμβούλιο Ασφαλείας· στις υπόλοιπες περιπτώσεις αυτές τις αρμοδιότητες ασκεί η γενική συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, βοηθούμενη από το Συμβούλιο Κηδεμονίας. Τα δύο αυτά όργανα του ΟΗΕ επιβλέπουν γενικά την εφαρμογή των συμφωνιών κ., έχοντας γνώμονα την επίτευξη της πολιτικής και κοινωνικής προόδου των υπό κ. πληθυσμών καθώς και την προοδευτική τους εξέλιξη προς την αυτοδιοίκηση ή την ανεξαρτησία. Τα περισσότερα υπό κ. εδάφη έχουν σήμερα χειραφετηθεί και αποτελούν κράτη-μέλη του OHE.
Η γενική συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, συνεπικουρούμενη από το Συμβούλιο Κηδεμονίας, επιβλέπουν γενικά την εφαρμογή των συμφωνιών κηδεμονίας, έχοντας γνώμονα την επίτευξη της πολιτικής και κοινωνικής προόδου των υπό κηδεμονία πληθυσμών (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η (ΑΜ κηδεμονία) [κηδεμών]1. το έργο τού κηδεμόνα, επιμέλεια και επίβλεψη ανήλικου, μη αυτεξούσιου ατόμου και τών υλικών συμφερόντων του2. (γενικά) φροντίδα, προστασία («ἡ κηδεμονία τῶν Ἀθηνών» — η φροντίδα για τις υποθέσεις τής πόλεως, επιγρ.).
Dictionary of Greek. 2013.